- παρακόπτω
- Α1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω2. απατώ, εξαπατώ κάποιον3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω5. διασχίζω, περνώ6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφροναβ) αλλοιώνω, ψευτίζω («τὸ καθεστηκὸς νόμισμα τῆς φωνῆς παρακόπτοι», Λουκ.)γ) είμαι τρελός, παράφρωνδ) βρίσκομαι σε παροξυσμό παραφροσύνης7. μέσ. παρακόπτομαιστερώ κάτι από κάποιον με δόλιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.